- συγγράφιον
- συγγρᾰφ-ιον, τό,A receipt, PSI4.356.6 (iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συγγράφιον — τὸ, Α [συγγραφή] έγγραφη απόδειξη παραλαβής … Dictionary of Greek